Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

'Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία


Δείτε την ομιλία του καθηγητή Κώστα Τσίβου για τους Έλληνες που αναγκάστηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες και να εγκατασταθούν στην τότε Τσεχοσλοβακία:


Κωνσταντίνος Τσίβος- Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στ... from Hellenic Parliament Foundation on Vimeo.



Πρώτοι «οικιστές» του Ελληνισμού στην πρώην Τσεχοσλοβακία θεωρούνται δικαίως τα εκατοντάδες τυραννισμένα, ξυπόλυτα και ρακένδυτα προσφυγόπουλα που άρχισαν να φτάνουν τον Απρίλιο του 1948 από διάφορα μέρη της σπαρασσόμενης από τον εμφύλιο πόλεμο Βόρειας Ελλάδας.

Τα παιδιά μεταφέρθηκαν με σιδηροδρομικούς συρμούς μέσω Γιουγκοσλαβίας και Ουγγαρίας στον τσεχοσλοβάκικο μεθοριακό σταθμό Μικούλοφ, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Από τον Μάιο του 1948 έως το καλοκαίρι του 1949 καταγράφονται επτά τέτοιες αποστολές από την Ελλάδα που οδήγησαν στην Τσεχοσλοβακία 3.900 παιδιά, τα οποία, μετά από ένα σύντομο διάστημα που πέρασαν σε καραντίνα, οδηγήθηκαν σε περίπου 50 διαφορετικούς παιδικούς σταθμούς που λειτούργησαν σε όλη την τσεχική επικράτεια. Μετά τον Αύγουστο του 1949 έφτασαν με τις αποστολές των ενηλίκων 1.321 παιδιά επιπλέον, η πλειοψηφία των οποίων επίσης οδηγήθηκε στους παιδικούς σταθμούς.
Συνολικά, στην Τσεχοσλοβακία στα τέλη του 1949 βρισκόταν 5.185 παιδιά από την Ελλάδα, κατά το ¼ περίπου σλαβομακεδονικής καταγωγής. Η Τσεχοσλοβακία δέχτηκε την τρίτη σε δύναμη ομάδα προσφυγόπουλων από την Ελλάδα, μετά τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία. Η υποδοχή που επιφυλάχτηκε στα παιδιά αυτά ήταν θριαμβευτική, σύμφωνα με όσα καταμαρτυρούν τα άρθρα των τσεχικών εφημερίδων εκείνης της εποχής. [...]
Σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών οι συνθήκες φιλοξενίας τους στην Τσεχοσλοβακία, σε σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα χωριά καταγωγής τους, ήταν σαφώς καλύτερες. Βελτιωμένες ήταν επίσης οι συνθήκες μόρφωσης και επαγγελματικής ειδίκευσης των προσφυγόπουλων, σε σύγκριση με αυτές που επικρατούσαν στις καθυστερημένες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας. Από τη «γενιά των παιδικών σταθμών» ανδρώθηκε ο πυρήνας της δεύτερης γενιάς των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, η οποία - χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα - ενσωματώθηκε στην τσεχική κοινωνία.

Άφιξη ενηλίκων και εγκατάσταση

Μετά τη ρήξη Τίτο – Στάλιν (Ιούνιος 1948) αυξήθηκαν οι γιουγκοσλαβικές πιέσεις προς την ηγεσία του ΚΚΕ για την εκκένωση της προσφυγικής κοινότητας των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στο Μπούλκες της γιουγκοσλαβικής Βοϊβοντίνας. Το καλοκαίρι του 1949 αντιπροσωπεία του ΚΚΕ ζήτησε από το «αδελφό» τσεχοσλοβακικό κόμμα, που από τον Φεβρουάριο του 1948 είχε αναλάβει τη μονοπωλιακή άσκηση της εξουσίας στη χώρα, να διατεθούν στους Έλληνες πρόσφυγες δυο ή τρία χωριά, στα οποία θα ζούσαν αυτοτελώς, καθώς κρινόταν ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν ικανοί προς εργασία. [...]
Το πρόβλημα της φιλοξενίας των Ελλήνων προσφύγων προσέλαβε νέες διαστάσεις τον Αύγουστο του 1949, καθώς μετά τη στρατιωτική ήττα των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ) έγινε αντιληπτό ότι η Τσεχοσλοβακία θα έπρεπε να φιλοξενήσει αρκετά περισσότερους ενήλικες πρόσφυγες που στο μεταξύ είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο στην Αλβανία. [...]
Η πρώτη ομάδα Ελλήνων προσφύγων, αποτελούμενη από 1.221 άτομα, έφτασε στην Τσεχοσλοβακία στις 30 Αυγούστου 1949, δηλαδή τη μέρα που έληξαν οι μάχες στη Γράμμο με την οριστική ήττα του ΔΣΕ. Το τρένο που μετέφερε Μπουλκιώτες πρόσφυγες έφτασε στο στρατόπεδο Λεσάνι της Κεντρικής Τσεχίας, όπου οι πρόσφυγες πέρασαν κάποιες εβδομάδες σε καραντίνα. Στο σταθμό υποδοχής Λεσάνι, που νωρίτερα είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης ναζί κρατουμένων, έγιναν κάποια βελτιωτικά έργα προκειμένου να στεγαστούν και οι υπόλοιπες αποστολές των προσφύγων (συνολικά τέσσερις) που προέρχονταν επίσης από το Μπούλκες. Καθώς οι πρώτοι πρόσφυγες εγκατέλειπαν την καραντίνα του στρατοπέδου Λεσάνι προς τα κέντρα της οριστικής τους εγκατάστασης, στις αρχές Νοεμβρίου 1949 άρχισαν να φτάνουν οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Αλβανία.
Το ταξίδι τους θυμίζει Οδύσσεια. Πολωνικά καράβια παρέλαβαν τους πρόσφυγες από το αλβανικό λιμάνι του Δυρραχίου και στη συνέχεια, μετά από ένα ταξίδι έξι εβδομάδων μέσω Γιβλαρτάρ, έφτασαν εξαντλημένοι στις 3 Νοεμβρίου 1949 στο λιμάνι Γδύνια της Πολωνίας. Πάνω στο καράβι οι Έλληνες πρόσφυγες κατέγραψαν τους πρώτους νεκρούς αλλά και τις πρώτες γέννες της προσφυγικής περιόδου. Από τη Γδύνια οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν με δύο σιδηροδρομικούς συρμούς στο στρατόπεδο Λεσάνι. Ακολούθησαν οι συνήθεις διαδικασίες απολύμανσης, καταγραφής και ιατρικών εξετάσεων. Το αρχειακό υλικό της εποχής δεν αναφέρεται φυσικά στο άγχος που δοκίμαζαν οι πρόσφυγες. Άγχος για την εγκατάλειψη της πατρίδας και την άφιξη σε μια περιοχή της Ευρώπης, που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Άγχος κυρίως από το γεγονός ότι λίγες ήταν οι οικογένειες που έφτασαν στους σταθμούς περίθαλψης έχοντας παρόντα όλα τα μέλη τους. Οι περισσότερες οικογένειες παρέμειναν διάσπαρτες σε διάφορες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ή στην Ελλάδα, ενώ πολλοί δεν γνώριζαν καν εάν τα μέλη των οικογενειών τους είναι εν ζωή.[...]
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης συνοδεύονταν από σοβαρά προβλήματα εγκλιματισμού. Παράδειγμα, οι περισσότεροι Έλληνες δεν είχαν επαρκή ρουχισμό και υπόδηση προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο βαρύ κλίμα της Βόρειας Μοραβίας. Προβλήματα εμφανίζονταν και στη διατροφή καθώς οι Έλληνες πρόσφυγες αγνοούσαν τον τρόπο παρασκευής φαγητών αλά τσεχικά, όπου κύριο ρόλο έπαιζε το αλεύρι και οι πατάτες με διάφορα παράγωγά τους συνοδευμένα από παχιές σάλτσες. Οι Έλληνες επέμειναν στον εφοδιασμό τους με όσπρια, τα οποία όμως οι Τσέχοι διέθεταν σε μικρές ποσότητες που δεν επαρκούσαν για την καθημερινή τους διατροφή. Οι δυσκολίες προσαρμογής σε μεγάλο βαθμό σχετίζονταν με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των ενηλίκων προσφύγων, αρκετοί από τους οποίους ήταν εντελώς αγράμματοι, καθώς και από την άγνοια της τσεχικής γλώσσας.
Οι ευκαιρίες συναναστροφής με Τσέχους ήταν περιορισμένες και συνυπολογιζομένων των αδυναμιών επικοινωνίας, Τσέχοι και Έλληνες, όταν έρχονταν σε επαφή, αντιμετωπίζονταν αρχικά με αμοιβαία καχυποψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τόμας Κόστα, υπεύθυνος του Κοινωνικού Τομέα του Τσεχοσλοβάκικου Ερυθρού Σταυρού, στις εκθέσεις του έκανε λόγο για εμφάνιση φαινομένων ξενοφοβίας, σημειώνοντας ότι πολλά στελέχη τσεχικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζαν τους Έλληνες με τον ίδιο τρόπο όπως και τους Τσιγγάνους.[...]
Αυτό που διέκρινε τη ζωή των προσφυγικών οικογενειών στα 30 ή 40 χρόνια της υπερορίας τους ήταν ο διακαής πόθος της επιστροφής στην πατρίδα. Η ευχή που ακουγόταν πιο τακτικά στις οικογενειακές ή άλλες εκδηλώσεις τους ήταν «...και του χρόνου στην πατρίδα».[...]
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στην Τσεχία, το ένα από τα δύο κράτη που προέκυψαν από τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας (1992), ζούσαν περίπου 4.000 Έλληνες. Ο αριθμός αυτός παραμένει μέχρι σήμερα σταθερός. Πρόκειται κυρίως για τους εκπροσώπους της γενιάς των παιδικών σταθμών και τους απογόνους τους, οι οποίοι ζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε μικτές οικογένειες. Οι Έλληνες της Τσεχίας είναι οργανωμένοι σε 10 κοινότητες, οι οποίες λειτουργούν στις περιοχές αρχικής εγκατάστασης των πρώην προσφύγων και προσπαθούν μέχρι σήμερα να διατηρήσουν τη γλώσσα και την εθνική τους ταυτότητα. Αποτελούν, μαζί με τον τουρισμό, τη σταθερότερη γέφυρα επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας μεταξύ Ελλάδας και Τσεχίας.
-- Κώστας Τσίβος --

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου