Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

"Οι γονείς μας απάτριδες, εμείς, τα παιδιά, Έλληνες πολίτες"

Ο εικαστικός Ηλίας Πούλος γεννήθηκε στην Τασκένδη το 1957 από γονείς Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το 1965 γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα και σήμερα ζει και εργαζεται στο Παρίσι.
Διαβάστε τη μαρτυρία του στο ιστολόγιο "Υπάρχουμε... Συνυπάρχουμε;" του γνωστού blogger, δημοσιογράφου και μετανάστη Γκαζμεντ Καπλάνι

«Η μνήμη μου αποτελείται από θραύσματα»


«Γεννήθηκα στην Τασκένδη το 1957. Από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες. Οι γονείς μου ήταν με το Δημοκρατικό Στρατό. Πολύ νέοι και οι δυο. Ήταν από το ίδιο χωριό, Λιά, στα σύνορα με την Αλβανία...
Έφυγαν με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949. Βρέθηκαν στην Αλβανία όπου γνωρίστηκαν σε κάποιο νοσοκομείο. Ήταν τραυματίες. Από το Δυρράχιο, με σοβιετικά πλοία, έφυγαν για την Τασκένδη. Ταξίδεψαν σε τρομακτικές συνθήκες, πέντε χιλιάδες αντάρτες… Κρυμμένοι στα αμπάρια… Πολλοί πέθαναν… Όταν έφθασαν στην Τασκένδη, οι ντόπιοι νόμιζαν ότι έχουν να κάνουν με αιχμαλώτους πολέμου, επειδή φορούσαν ακόμα τις χλαίνες τους… Οι γονείς μου παντρεύτηκαν στην Τασκένδη. Τον πατέρα μου τον έβαλαν να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο ως τορναδόρος. Η μητέρα μου δούλευε σε ένα παιδικό σταθμό…. 

***
Οι Έλληνες μέναμε σε δική μας συνοικία. Δίπλα ήταν συνοικίες Ουζμπέκων και Ρώσων. Παράλληλες κοινωνίες-γκέτο στη μεγάλη Σοβιετική πατρίδα... Θυμάμαι ότι για όλους τους άλλους εμείς ήμασταν οι ξένοι. Τα «ελληνάκια»… Υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που έχω συναντήσει σε παιδιά επιζώντων του Ολοκαυτώματος ή ανταρτών του Ισπανικού Εμφυλίου… Οι γονείς μας δεν μας μίλησαν ποτέ ξεκάθαρα για τα βιώματά τους. Ακούγαμε πάντα κομματιασμένες αφηγήσεις… Πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να απωθήσει στη λήθη τις οριακές στιγμές που σε βάζουν αντιμέτωπο με την φράση «τι σημαίνει άνθρωπος;»… Δεν μπορώ να ξεχάσω μια κουβέντα που μου είπε κάποιος αντάρτης στην Τασκένδη: «παιδί μου αν θυμηθώ έναν νεκρό, όλοι οι νεκροί θα έρθουν στον ύπνο μου»... Ο γονείς μας ένιωθαν διπλά «ηττημένοι». Έχασαν και τον πόλεμο και την πατρίδα τους... Εμείς ως παιδιά δεν είχαμε παρόν, μόνο παρελθόν. Δεν ήταν οι μάχες. Ήταν ένα παρελθόν ωραιοποιημένο, που πήγαινε μέχρι την αρχαία Ελλάδα. Και ένα μέλλον αφηρημένο: η επιστροφή στην Ελλάδα… Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση ήταν σχεδόν αδύνατον να χτιστεί μια ταυτότητα...
***
Γυρίσαμε στην Ελλάδα το 1965. Η εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι ένα τεράστιο ζώο, αρνί νομίζω, σε μια σούβλα που το ψήνουν οι γονείς μου και οι φίλοι τους ως αποχαιρετιστήριο γεύμα, στο σπίτι μας στην Τασκένδη... Θυμάμαι τη μητέρα που μου είπε ότι φεύγουμε και να χαρίσω τα παιχνίδια στους φίλους… Για τη μητέρα μου η επιστροφή σήμαινε ότι έφευγα από παιδί, γινόμουν άνδρας… Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους των γονέων μου για τους λόγους που επέστρεψαν στην Ελλάδα… Ήταν μια ανάγκη επιστροφής στην πατρίδα. Χωρίς να περάσει από το μυαλό τους ο εφιάλτης που θα ακολουθούσε…
***
Φθάσαμε στον Πειραιά την ημέρα που γίνονταν οι μεγάλες διαδηλώσεις και σκοτώθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. «Που φθάσαμε Μαριάνθη;» ρώτησε πανικοβλημένος ο πατέρας μου τη μάνα μου… Βρεθήκαμε σε ένα σπίτι στο Βοτανικό. Έμενε η αδελφή του πατέρα μου, η οποία δούλευε στα μποστάνια. Η περιοχή ολόκληρη ήταν ένα τεράστιο μποστάνι. Δεν υπήρχε ρεύμα… Από εκεί φύγαμε στο χωριό των γονέων μου, στα βουνά της Μουργκάνας… Με μια ειδική άδεια από την αστυνομία, γιατί ήταν παραμεθόριος περιοχή... Η πρώτη εικόνα που έχω είναι η γιαγιά μου που μας φωνάζει να πάμε να αρμέξουμε τις κατσίκες για να πιούμε γάλα. Είχα πανικοβληθεί… Δεν καταλάβαινα που ήμασταν... Οι άνθρωποι μας κοίταγαν περίεργα και εχθρικά...
***
Γυρίσαμε Αθήνα, στην Αγία Βαρβάρα, από τις πιο φτωχικές συνοικίες τότε. Ήμασταν απάτριδες. Στην Ελλάδα ταξιδέψαμε με ένα διαβατήριο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που ήταν μόνο για ένα ταξίδι προς Ελλάδα, χωρίς δικαίωμα επιστροφής. Ο πατέρας μου δεν είχε άδεια εργασίας. Μετά από λίγο καιρό κατάφερε να βρει δουλειά στην οικοδομή. Δεν ξέρω αν δούλευε στη μαύρη ή κατάφερε να βγάλει άδεια εργασίας… Εμάς μας πήγαν στο σχολείο… Μετά από λίγο καιρό έγινε η Χούντα. Εμένα και τον αδελφό μου μας υποχρέωσαν να γίνουμε Έλληνες πολίτες. Αν δεν δεχόμασταν η ποινή ήταν να μας διώχνουν από όλα τα σχολεία. Οι γονείς μας απάτριδες, εμείς, τα παιδιά, Έλληνες πολίτες… Θυμάμαι ένα χτύπημα στην πόρτα, τη μαμά μου να ανοίγει την πόρτα, να καλημερίζει κάποιον, να μιλάνε. Ήταν ο αστυνομικός που ερχόταν κάθε πρωί στο σπίτι για να δει ποιοι πέρασαν το βράδυ σε μας… Θυμάμαι τους γονείς μου να ακούνε κάθε βράδυ Ντόιτσε Βέλε και την Φωνή της Αλήθειας… Αν τα μεταφέρω όλα αυτά εδώ είναι μόνο ως μια κατάσταση ιστοριολογίας και όχι θυματολογίας… Αυτό που έχει μείνει στο μυαλό μου ήταν η απέραντη ζεστασιά των γονιών μου για να μας προστατέψουν…
***
Στην Τασκένδη ήμουν ένα ξένο παιδάκι. Στην Ελλάδα γίνομαι πλέον ένα κομμουνιστάκι. Ένα παιδάκι τέρας, που οι δάσκαλοι δείχνουν με το δάκτυλο... Κάποιοι από αυτούς πρέπει να έχουν πεθάνει. Ήταν τόσο αγράμματοι και κακομοίρηδες… Σήμερα νιώθω οίκτο για αυτούς… Από την ημέρα που έφθασα στην Ελλάδα η μνήμη της ζωής μου στην Τασκένδη αρχίζει και γίνεται ένα ντουλάπι σκοτεινό… Στο μυαλό μου χτίζεται αυθόρμητα μια σκέψη, για να αμυνθώ, για να μπορέσω να σωθώ, να ζήσω: ότι για όλα αυτά, για το ότι οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές μου με βλέπουν ως ένα παιδάκι τέρας, ευθύνεται το παρελθόν μου στην Τασκένδη, η γλώσσα που μάθαινα στο σχολείο, τα ρώσικα. Εκεί πέφτει ένα πέπλο μαύρο... Σήμερα δεν θυμάμαι ούτε μια λέξη στα ρώσικα… Η ατομική μνήμη χτίζεται από το περιβάλλον που υπάρχουμε. Από το πώς το περιβάλλον μας βοηθάει ή δεν μας βοηθάει να κρατήσουμε στοιχεία από το παρελθόν μας. Ατομική μνήμη έξω από το κοινωνικό μας περιβάλλον δεν υφίσταται...
***
Βρέθηκα στην αυλή του σχολείου μου στην Τασκένδη μετά από σαράντα χρόνια, το 2005. Είχα φωτογραφίες μαζί μου για να ταυτοποιήσω εμένα τον Ηλία σήμερα με τον Ηλία του 1965. Εδώ, έλεγα στον εαυτό μου, ήταν το σχολείο μου. Μπήκα στον διάδρομο, που είχα διασχίσει χιλιάδες φορές ως παιδί… Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η μνήμη μου αποτελείται από θραύσματα... Ένιωσα τότε την ανάγκη ως άνθρωπος, ως καλλιτέχνης, να κάνω τέχνη, να μεταφέρω, να σώσω αυτή την κομματιασμένη μνήμη… Έχω αρχίσει εδώ και καιρό την φωτογράφιση και ηχογράφηση των πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη. Κατάφερα να βρω σαράντα επτά αντάρτες… Οι τριάντα εφτά απάτριδες. Θέλουν να επιστρέψουν να πεθάνουν στην Ελλάδα και το ελληνικό κράτος τους το αρνείται… Ήθελα να δω το παρελθόν, τη κομματιασμένη μου μνήμη, τη δική μου και των άλλων. Όχι ως προσπάθεια ηρωoποίησης και θυματοποίησης… Αν μείνουμε στα τραύματα είμαστε αξιοθρήνητοι. Αν καταφέρουμε να τα κάνουμε τέχνη, να τα κάνουμε α-λήθη, τότε, ίσως κάτι κάναμε. Θέλω, μέσω της τέχνης, να είμαι μέσα στη μη λήθη…
Ένας σκοτεινός, θαυματουργός, θάλαμος

Ο παππούς μου μετανάστευσε στην Αμερική το 1905. Όταν επέστρεψε έφερε μαζί του μια φωτογραφική μηχανή, ένα τρίποδα. Είναι ο πρώτος φωτογράφος στα βουνά της Μουργκάνας… Εγώ όμως δεν έχω δει ούτε μια φωτογραφία του… Κάποια στιγμή, στους Βαλκανικούς πολέμους, υποχρεώνεται να πουλήσει την φωτογραφική του μηχανή. Κάνει οικογένεια και παιδιά, στα οποία μιλούσε συνέχεια για ένα περίεργο, θαυματουργό μηχάνημα που βγάζει φωτογραφίες, περιγράφοντας λεπτομέρειες για το πώς λειτουργεί… Ο πατέρας μου μαθαίνει τα πάντα για την φωτογραφική τέχνη, χωρίς να έχει δει ποτέ του φωτογραφική μηχανή… Στην Τασκένδη, ως πρόσφυγας πλέον, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή, μάρκας Ζόρκι. Για να μπορέσει να κάνει όσα του είχε μάθει ο πατέρας του. Αγόρασε μετά και ένα τρίποδα. Εγώ, ουσιαστικά, γεννήθηκα μέσα σε ένα φωτογραφικό θάλαμο. Έβλεπα τον μπαμπά ως μάγο που παράγει εικόνες… Ο μπαμπάς μου ήταν απλά ένας ερασιτέχνης φωτογράφος… Μετά από δεκαετίες, βρίσκεται ένας τρελαμένος στην οικογένεια, που πιάνει ξανά μια φωτογραφική μηχανή για να καταγράψει εξόριστες, κομματιασμένες μνήμες. Πρόσωπα και μαρτυρίες μιας τραγικής εποχής…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου