Ελληνικά για όλους
Για όσους μαθαίνουν κι αγαπάνε τα νέα ελληνικά!
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014
Τρίτη 17 Ιουνίου 2014
Με το λεωφορείο
Με το λεωφορείο
Στο παρακάτω διήγημα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τ. Καλούτσα, Το καινούριο αμάξι(1995), ο κύριος Μ., αστυνομικός διευθυντής των ΜΑΤ στη Θεσσαλονίκη, παρατηρεί τους συνεπιβάτες του στο αστικό λεωφορείο, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι πρόσφυγες. O κύριος Μ. σχηματίζει έτσι μια άμεση εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας και προβληματίζεται θετικά για τη συνύπαρξη και τη θέση αυτών των (κοινωνικά και πολιτισμικά) διαφορετικών ομάδων που ζουν και εργάζονται στην πατρίδα μας.
[...]
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισε τις σκέψεις. Όλο αυτό το ανθρωπολόι γύρω του το αποτελούσαν, χωρίς αμφιβολία, πρόσφυγες. Τους γνώριζε από την κοψιά τους, διάβαζε τις φάτσες τους, άκουγε τις φωνές τους. Τον έσπρωξαν κι άλλο και προχώρησε στο βάθος. Πήρε το μάτι του μια άδεια θέση, βιάστηκε να κάτσει, αλλά την τελευταία στιγμή είδε πεταγμένο πάνω στο κάθισμα ένα τσαλακωμένο πεντακοσάρικο. «Κάθονται», του είπε κοφτά ένας τύπος, με τετράγωνο σαγόνι. Χειρονομούσε σ' ένα φίλο του, πίσω του, κι εκείνος τού έγνεφε συνωμοτικά. Ο κύριος Μ. κούνησε το κεφάλι του και κρεμάστηκε από τα λουριά πάνω από την καπαρωμένη* θέση. Του ερχόταν να γελάσει.
Σε λίγο ξεκίνησαν. Μπροστά του, στο σημείο που βρισκόταν η φυσούνα του λεωφορείου, μια ζωηρή παρέα νεαρών σχημάτιζε κύκλο. Μελετούσε τα ρούχα τους, τις κινήσεις, τις εκφράσεις του προσώπου τους, που άλλαζαν διαρκώς. Οι περισσότεροι φορούσαν φτηνά πουκάμισα, σκούρα ή πολύχρωμα, που κρέμονταν έξω από τα παντελόνια, ή τα φαρδιά σαλβάρια* τους, μακό σταμπωτά μπλουζάκια και ξώφτερνα πέδιλα ή σαγιονάρες. Πιαστήκανε στις πλάκες και τα χωρατά. Ένα τεράστιο μαγνητόφωνο που κουβαλούσε κάποιος στον ώμο του, έπαιζε σαν δαιμονισμένο αμερικάνικη χορευτική μουσική. [...] Από πού είχαν ξεφυτρώσει όλα αυτά τα παιδιά, αυτός ο καινούριος κόσμος, αναρωτιόταν συχνά. Πολλούς τους φόβιζε η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ξαφνικά, τα τελευταία χρόνια. Άλλοι πάλι λέγαν πως ήταν φυσιολογικά αναμενόμενο αυτό το ορμητικό προσφυγικό ξέσπασμα,* ύστερα από τις αλλαγές και όλη την ανακατωσιά στις ανατολικές χώρες. Πιο αναμενόμενο μάλιστα από άλλοτε - γιατί δεν ήταν, βέβαια, ιστορικά άγνωστο το φαινόμενο. Το θέμα ωστόσο ήταν άλλο, σκεφτόταν ο κύριος Μ., που παρακολουθούσε τα γεγονότα ως θεατής, και δε διέθετε κανένα άλλο ιδιαίτερο τεκμήριο φυλετικής συγγένειας μαζί τους. Ποιος ή ποιοι μπόρεσαν να ψυχανεμιστούν, όταν έπρεπε, τις συνέπειες, ώστε να προλάβουν, έγκαιρα, να κάνουν κάτι; Κι αυτά που έγιναν έστω μετά, ήταν όσα έπρεπε να γίνουν; Και τι θα γινόταν τώρα με αυτά τα παιδιά που ψάχναν στα τυφλά μια θέση στον ήλιο, μια δουλειά, μια ταυτότητα; Έβλεπε το προσφυγικό κύμα που φούσκωνε κι έσκαζε γλείφοντας τις παρυφές* της πόλης, μα σταματούσε εκεί, χωρίς να καταφέρνει να γλιστρήσει και στο εσωτερικό της, στη ζωή της. Η κοινωνία αυτής της πόλης έμοιαζε να περιφρουρεί ζηλότυπα τα άδυτά* της, ενώ κρατούσε για τους πρόσφυγες κλειστή ακόμα και την πίσω πόρτα. Στη γειτονιά του είχανε πιάσει όλα τα υπόγεια, μέχρι και το ρημαδιακό* της γωνίας, με τους μισογκρεμισμένους σοβάδες, και αργά το σούρουπο, βγάζαν στο κατώφλι τους μια δυο καρέκλες ή κάθονταν στο κότσι δίπλα στο πεζοδρόμιο και κουβέντιαζαν ώρες ατέλειωτες για χαμαλοδουλειές.* Αν πέρναγες από μπροστά τους, σε κοίταζαν στα μάτια κι έλεγαν πρώτοι «καλησπέρα». Συχνά, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους ανέβαινε ένας σκοπός λυπητερός -τραγουδούσαν οι ίδιοι- ή έβαζαν στο πικάπ ένα αλέγρο* ρώσικο τραγούδι. Από τα δωμάτια, όπου κοίμιζαν τα παιδιά τους, αναδινόταν μια βαριά μυρωδιά υγρασίας και μούχλας. Κάποτε, θυμόταν ο κύριος Μ., έμενε κι εκείνος σε μια υπόγεια, πατωμένη κάμαρη που μύριζε μούχλα. Στο μεταξύ, όμως, η ελληνική κοινωνία είχε αλλάξει και μόνο αυτοί μοιάζανε τώρα σαν να μην το είχανε πάρει χαμπάρι. Δημιούργησαν τη νέα φτωχολογιά· μπαίναν και στοιβάζονταν στ' ανήλια υπόγεια και τις χθαμαλές κάμαρες του αλλοτινού καιρού, απ' όπου, λίγο πολύ, τα είχαν καταφέρει να ξεγλιστρήσουν οι ντόπιοι. [...] Κρεμασμένος πάνω από τους ώμους του χοντρολαίμη πρόσφυγα, με το βλέμμα του να βουτάει στο πράσινο της Γεωργικής Σχολής, ο κύριος Μ. συλλογιζόταν τι έπρεπε να γίνει. Δεν είχε έτοιμη καμιά μαγική συνταγή, αλλά ήξερε πως έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονταν σε μια χώρα που την έβλεπαν σαν πατρίδα τους και, λίγο πολύ, σαν επίγειο παράδεισο• οι συνθήκες όμως που αντιμετώπιζαν, τους έσπρωχναν συχνά στην απόγνωση, την πορνεία, τα ναρκωτικά. Δεν του άρεσε καθόλου να τους βλέπει γύρω του παρατημένους στο έλεος της τύχης τους, κακοπαθημένους ή κυνηγημένους. [...] Μήπως παραήταν καλοπροαίρετος; αναρωτήθηκε και τίναξε με μια κίνηση το κεφάλι του προς τα πίσω. Ίσως, με όλη την κούρασή του πάντως, ένιωθε άνετα ανάμεσά τους, υπομένοντας ευχάριστα την ασταμάτητη βαβούρα* τους. Ένας νεαρός προωθήθηκε δίπλα του, με δυο κοπέλες να τον ακολουθούν. Η μια μελαψή, με γυριστά ματόκλαδα, φορούσε ψάθινο καπέλο με μαύρη κορδέλα κι ένα ψεύτικο άσπρο τριαντάφυλλο στο μπορ,* και κρεμιόταν στο μπράτσο του νεαρού. Παίρνανε ανοιχτά τη στροφή έξω από το αεροδρόμιο. Ξαφνικά του πέρασε μια σκέψη, από τις πιο παράξενες και εξωφρενικές που γεννιούνταν συχνά μες στο μυαλό του. Αν κάτι συνέβαινε, κι έπρεπε αναγκαστικά, από 'δω και πέρα, να επιβιώσουν μόνοι τους, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, οι επιβάτες αυτού του συγκεκριμένου λεωφορείου, τι θα γινόταν; Θα τα κατάφερναν άραγε να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν έναν υγιή, αξιοπρεπή και αυτεξούσιο* πυρήνα ζωής; Παρόμοιες σκέψεις έκανε -ήταν φανερό- όταν καμιά φορά ένας οίστρος αισιοδοξίας, ρομαντικός κι ίσως γι' αυτό λιγάκι ανεδαφικός ή και ανώφελος, τον κυρίευε. Δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί εδώ τα λόγια ενός παλιότερου σοφού κυβερνήτη του έθνους* που είχε πει, μιλώντας πάλι για τους πρόσφυγες, πως αποτελούν πληθυσμό που διαθέτει «υπέροχο ανθρώπινο υλικό». Ναι, συμφωνούσε κι αυτός, ασφαλώς θα τα κατάφερναν. Είχανε κάτι από την αρετή των προγόνων μέσα τους αυτά τα παιδιά. Είχαν τη νιότη και την υγεία, ας έκρυβαν τ' αθλητικά κορμιά τους μέσα σε άβολα ρούχα. Ενώ αυτός είχε αρχίσει να κάνει στομάχι. Το κοίταξε μια στιγμή μελαγχολικά, περνώντας το χέρι του ανάλαφρα πάνω του, κι αποφάσισε να μη φάει το μεσημέρι, θα άρχιζε δίαιτα [...]. Έπειτα από στάσεις κατέβηκε. Η θορυβώδης παρέα θα συνέχιζε την πορεία της. Το πουκάμισό του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μόλις πάτησε το πόδι του στη γη, κάτι απασφαλίστηκε μέσα του. Χαλάρωσε.
Τ. Καλούτσας, Το καινούριο αμάξι, Νεφέλη
* ΜΑΤ: ειδικές μονάδες της Αστυνομίας, με στόχο την αποκατάσταση της τάξης σαλβάρια: φαρδιά παντελόνια ασιατικής προέλευσης * το ορμητικό προσφυγικό ξέσπασμα: μετά την κατάρρευση των καθεστώτων στις ανατολικές χώρες (1991), μεγάλες ομάδες προσφύγων κατέφυγαν κυρίως σε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την εύρεση εργασίας. Στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν πολλοί Έλληνες από τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου * παρυφές: άκρα, όρια * άδυτα: χώρος που δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει * το ρημαδιακό: το ερειπωμένο *χαμαλοδουλειές: διάφορες βαριές εργασίες στις οποίες απασχολούνται ευκαιριακά οι πρόσφυγες * αλέγρο: ζωηρό, χαρούμενο * βαβούρα: φασαρία * μπορ: τμήμα του καπέλου που προεξέχει κυκλικά * αυτεξούσιος: ανεξάρτητος, αυτοτελής * «κυβερνήτης του έθνους»: ο Ελευθέριος Βενιζέλος *
|
|
Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014
Δραστηριότητες
Συμπληρώστε τα κενά με τις λέξεις στην παρένθεση στο
σωστό τύπο:
A.
(αφομοιώνω, αφομοίωση,
ενσωματώνομαι, ένταξη-2)
1.
Με την ευκολία που έχουμε,
ως λαός, να ________________ ξένα ήθη και έθιμα, δεν
είναι καθόλου απίθανο να δούμε σύντομα και στη χώρα μας ένα νέο έθιμο.
2.
Το 1948 τα Δωδεκάνησα __________________κι
επίσημα στην Ελλάδα.
3.
Σχετικά με το θέμα των μεταναστών κρίνεται αναγκαία η ομαλή __________ τους στην τοπική κοινωνία.
4.
Η πολυπολιτισμική
προσέγγιση που προωθούσε το «κάθε ομάδα τη δική τους κουλτούρα» αντικαταστάθηκε
με έναν συντηρητικό εθνικισμό και μια πολιτική αναγκαστικής___________________.
5.
Το καθεστώς της υποψήφιας για ____________ χώρας απονέμεται από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο.
B.
(άσυλο, μετανάστευση, μεταναστευτικός,-ή,-ό, μεταναστεύω,
πρόσφυγας)
1.
Η _________________
δεν συνιστά από μόνη της πρόβλημα, αλλά, εάν δεν τύχει σωστής διαχείρισης,
κάποιες διαστάσεις της μπορεί να δημιουργήσουν περιπλοκές.
2.
Μια ολόκληρη ελληνική πόλη ________________
στην Γερμανία το 2013.
3.
Σε κάθε αθρόα εισροή _______________
από εμπόλεμες περιοχές οι γηγενείς λειτουργούν αρνητικά καθώς παρατηρείται
όξυνση των προβλημάτων, όπως η ανεργία, η εγκληματικότητα και η βία, είτε το
στεγαστικό πρόβλημα και η πληθυσμιακή αλλοίωση.
4. Πτυχιούχοι με
προσόντα αποτελούν το νέο ελληνικό ______________ κύμα.
5. Ο Ιοάνε
Τεϊτιότα από τα νησιά Κιριμπάτι ζήτησε ____________
από τις Αρχές της Νέας Ζηλανδίας ως «πρόσφυγας λόγω κλιματικής αλλαγής»
C.
(γκέτο, χώρα προέλευσης, χώρα υποδοχής)
1.
Η κυριότερη _________________ των μηνυμάτων spam είναι η
Ινδία (15,1%)
2. Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία η Γαλλία κατέχει την τρίτη
θέση ανάμεσα στις ________________
ξένων φοιτητών.
3.
Το χιπ χοπ γεννήθηκε πριν
μερικές δεκαετίες στα ___________ του Μπρονξ και έχει πλέον
γίνει αγαπημένη μόδα των νέων και όχι μόνο.
D.
(αλλοδαπός, ανεκτικότητα, ξενοφοβία, προκατάληψη,
ρατσισμός, στερεότυπο)
1.
Μέσα από τ_ ____________εκδηλώνεται ο φόβος για
όποιον είναι διαφορετικός από μας όχι μόνο στη φυσική του μορφή, αλλά και στην
κουλτούρα, στη θρησκεία ή στους τρόπους ζωής
2.
Υπάρχουν κάποια είδη _______________ όπως ο φυλετικός, ο
θρησκευτικός, ο κοινωνικός κ.α.
3.
Η κυβέρνηση είχε θεσπίσει
νόμο που έθετε όριο στο πόσους ___________ με εργατική βίζα έχουν το
δικαίωμα να απασχολούν οι ντόπιες επιχειρήσεις
4.
Όταν ενεργούμε με βάση τ_ ___________ μας και τα _____________ μας τότε φτάνουμε στο
ρατσισμό.
5. Να
δείξουν περισσότερη ________________
στους μετανάστες κάλεσε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν τους
Ευρωπαίους.
Αντιστοιχίστε τις έννοιες της αριστερής
στήλης με τους σωστούς ορισμούς στη δεξιά στήλη
1. πολυπολιτισμικότητα
|
a) άτομα ή ομάδες με διαφορετική
εθνική κληρονομιά απορροφώνται από τον κυρίαρχο πολιτισμό μιας κοινωνίας.
|
2. αφομοίωση
|
b) η στάση κατά την οποία
τα μέλη μιας φυλής ή εθνικής ομάδας θεωρούν ως κατώτερα τα μέλη άλλης φυλής ή
εθνικής ομάδας και ως συνέπεια τούτου αναπτύσσουν μια έντονη πίστη στην
ανωτερότητα και υπεροχή τους
|
3. ρατσισμός
|
c) συνύπαρξης
περισσότερων του ενός πολιτισμών σε μια χώρα.
|
4. ανθρώπινα δικαιώματα
|
d) η προστασία η οποία παρέχεται σε κάποιον που διώκεται
|
5. άσυλο
|
e) βασικά δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες που
δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι
|
6. μισαλλοδοξία
|
f) η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων που προκύπτει από προκαταλήψεις ή συμφέροντα
|
7. διακρίσεις
|
g) εχθρότητα και συνεπώς έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη
άποψη, θεωρία και ιδίως ιδεολογία
|
Κυριακή 15 Ιουνίου 2014
Χάρτες
Χαρτης Ευρώπης 1948
Δραστηριότητα
Δημιουργήστε το δικό σας διαδραστικό χάρτη με τις πορείες των πολιτικών προσφύγων με την ιστοσελίδα http://www.thinglink.com/
Δραστηριότητα
Ξανακοιτάξτε την ανάρτηση Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία και σημειώστε στο χάρτη τις πορείες των πολιτικών προσφύγων. Ποια σημερινά κράτη διέσχισαν;
Δραστηριότητα
Δημιουργήστε το δικό σας διαδραστικό χάρτη με τις πορείες των πολιτικών προσφύγων με την ιστοσελίδα http://www.thinglink.com/
"Από το Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά"
Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά Η μεταφορά | Δρίτσιος Θωμάς |
Γδύνια! |
Η αδημονία να βρεθούμε σε στεργιά γινόταν τώρα ακαταμάχητη. Όχι μόνο γιατί παρατραβούσε το ταξίδι. Δεκέμβρης μήνας τώρα, όσο προχωρούμε στα βορινά οι μέρες κρατούν ελάχιστες ώρες κι οι νύχτες γινόταν ατέλειωτες. Μπορούσε έτσι, βέβαια, να κρατήσει λιγότερο η κλεισούρα στ’ αμπάρι, να μένουμε τις νύχτες περισσότερες ώρες επάνω, στον καθαρό αέρα κι ακόμα, καθώς το πούσι μάς προστάτευε, να βγαίνουμε πιο συχνά και τη μέρα στο κατάστρωμα. Μα και το «πλεονέκτημα» αυτό έμεινε ανεκμετάλλευτο. Το χοντρό, δυνατό κρύο του Δεκέμβρη δεν επιτρέπει να μείνουμε για πολλή ώρα στο κατάστρωμα. Είναι και το «φτηνό» ντύσιμο. Είχαμε δεν είχαμε χλαίνες, πουλόβερ, πανωφόρια. Πολυμεταχειρισμένα, σχισμένα και λιωμένα ανέμιζαν πάνω μας σαν τσαντίλες. Ένα πεταχτό λοιπόν ανέβασμα στο κατάστρωμα, μια βιαστική ματιά στις τριγύρω μουντές κι άγνωστες ακτές που παρέπλεε το πλοίο και τρεχάλα, πάλι κάτω στ’ αμπάρι. Αυτό, δεν το ’πιανε από πουθενά ο αγέρας. Και η θερμότητα που ανάδιναν τόσα κορμιά και τόσες ανάσες το κάνανε ζεστό καταφύγιο. Όταν το πλοίο παρέκαμπτε τη Δανία κι έστριβε προς τα κάτω, στη Βαλτική, οι ναυτεργάτες βάλθηκαν να μας ενημερώσουν: ποια μέρη περάσαμε –μια και τώρα, και στο κατάστρωμα να μέναμε, δεν θα βλέπαμε τίποτα μες στην πυκνή ομίχλη. – «Έχουμε και λέμε λοιπόν… Στα δεξά μας περάσαμε Γαλλία. Αριστερά, τόσο δα κοντά μας η Αγγλία –ο στρατηγός Σκόμπυ ντε… τον ξέρετε… Πάλι δεξιά Βέλγιο, Ολλανδία, λίγο Γερμανία. Ψηλά-ψηλά στ’ αριστερά Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία. Κι αυτό που αφήνουμε τώρα η Δανία…». Τα λέγανε σαν να ’χαν χάρτη μπροστά τους. Και μεις; «Πώς στο διάβολο ξέρουνε τόσα…». Μερικοί περίεργοι, τυλιχτήκαμε στις ξεφτισμένες χλαίνες, χώσαμε τα δίκωχα ώς τ’ αυτιά και μ’ ένα ναυτεργάτη, βγήκαμε στο κατάστρωμα. Τα ρούχα μουλιάσανε μονομιάς. Το κρύο πιρούνιασε και τα κόκαλα. Μόλις μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μες στην ομίχλη κάτι κόκκινα φώτα… – «Αεροπλάνα» –εξήγησε ο ναυτεργάτης, «που απογειώνονται και προσγειώνονται συνεχώς στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης…». Στη Βαλτική πέσαμε σε τρικυμία. Και για κείνους που τους έπιανε η θάλασσα ξανάρχισε το μαρτύριο. Ταξιδέψαμε κάμποσο ακόμα. Πλέοντας πάντα «σε διεθνή ύδατα» περάσαμε τ’ ανατολικά τώρα παράλια της Δανίας, ξαναβρήκαμε τις Γερμανικές ακτές και ύστερα από λίγο, ξαφνικά το «μυστικό» λύθηκε… Συγκεντρωθήκαμε για λίγο, τουρτουρίζοντας, στο κατάστρωμα. Οι διοικητές μας φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στους άντρες τους. Σε μια στιγμή, ένας ταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος ακούγεται ν’ ανακοινώνει: – «Συναγωνιστές το ταξίδι μας τελειώνει… Βρισκόμαστε στα χωρικά ύδατα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας… Σε λίγο το καράβι θ’ αγκυροβολήσει στη Γδύνια!...». Τζίφος, λοιπόν, και η τελευταία ελπίδα του Ελληνορώσου συναγωνιστή. Ούτε Κροστάνδη ούτε Λένινγκραντ… – «Γδύνια!... Γδύνια…». Πόσα μερόνυχτα βρισκόμαστε στη θάλασσα; Μερικοί λένε δεκατρία. Άλλοι τα βγάζουν δεκατέσσερα κι άλλοι δεκαπέντε. Όσα και να κάναμε, εμείς μια φορά πήραμε όρκο: όσο θα περνά απ’ το χέρι μας, άλλη φορά δεν θα ματακάνουμε τόσο μακρινό, τόσο ξεθεωτικό ταξίδι… |
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983) |
'Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία
Δείτε την ομιλία του καθηγητή Κώστα Τσίβου για τους Έλληνες που αναγκάστηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες και να εγκατασταθούν στην τότε Τσεχοσλοβακία:
Κωνσταντίνος Τσίβος- Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στ... from Hellenic Parliament Foundation on Vimeo.
Πρώτοι «οικιστές» του Ελληνισμού στην πρώην Τσεχοσλοβακία θεωρούνται δικαίως τα εκατοντάδες τυραννισμένα, ξυπόλυτα και ρακένδυτα προσφυγόπουλα που άρχισαν να φτάνουν τον Απρίλιο του 1948 από διάφορα μέρη της σπαρασσόμενης από τον εμφύλιο πόλεμο Βόρειας Ελλάδας.
Τα παιδιά μεταφέρθηκαν με σιδηροδρομικούς συρμούς μέσω Γιουγκοσλαβίας και Ουγγαρίας στον τσεχοσλοβάκικο μεθοριακό σταθμό Μικούλοφ, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Από τον Μάιο του 1948 έως το καλοκαίρι του 1949 καταγράφονται επτά τέτοιες αποστολές από την Ελλάδα που οδήγησαν στην Τσεχοσλοβακία 3.900 παιδιά, τα οποία, μετά από ένα σύντομο διάστημα που πέρασαν σε καραντίνα, οδηγήθηκαν σε περίπου 50 διαφορετικούς παιδικούς σταθμούς που λειτούργησαν σε όλη την τσεχική επικράτεια. Μετά τον Αύγουστο του 1949 έφτασαν με τις αποστολές των ενηλίκων 1.321 παιδιά επιπλέον, η πλειοψηφία των οποίων επίσης οδηγήθηκε στους παιδικούς σταθμούς.
Συνολικά, στην Τσεχοσλοβακία στα τέλη του 1949 βρισκόταν 5.185 παιδιά από την Ελλάδα, κατά το ¼ περίπου σλαβομακεδονικής καταγωγής. Η Τσεχοσλοβακία δέχτηκε την τρίτη σε δύναμη ομάδα προσφυγόπουλων από την Ελλάδα, μετά τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία. Η υποδοχή που επιφυλάχτηκε στα παιδιά αυτά ήταν θριαμβευτική, σύμφωνα με όσα καταμαρτυρούν τα άρθρα των τσεχικών εφημερίδων εκείνης της εποχής. [...]
Σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών οι συνθήκες φιλοξενίας τους στην Τσεχοσλοβακία, σε σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα χωριά καταγωγής τους, ήταν σαφώς καλύτερες. Βελτιωμένες ήταν επίσης οι συνθήκες μόρφωσης και επαγγελματικής ειδίκευσης των προσφυγόπουλων, σε σύγκριση με αυτές που επικρατούσαν στις καθυστερημένες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας. Από τη «γενιά των παιδικών σταθμών» ανδρώθηκε ο πυρήνας της δεύτερης γενιάς των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, η οποία - χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα - ενσωματώθηκε στην τσεχική κοινωνία.
Άφιξη ενηλίκων και εγκατάσταση
Μετά τη ρήξη Τίτο – Στάλιν (Ιούνιος 1948) αυξήθηκαν οι γιουγκοσλαβικές πιέσεις προς την ηγεσία του ΚΚΕ για την εκκένωση της προσφυγικής κοινότητας των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στο Μπούλκες της γιουγκοσλαβικής Βοϊβοντίνας. Το καλοκαίρι του 1949 αντιπροσωπεία του ΚΚΕ ζήτησε από το «αδελφό» τσεχοσλοβακικό κόμμα, που από τον Φεβρουάριο του 1948 είχε αναλάβει τη μονοπωλιακή άσκηση της εξουσίας στη χώρα, να διατεθούν στους Έλληνες πρόσφυγες δυο ή τρία χωριά, στα οποία θα ζούσαν αυτοτελώς, καθώς κρινόταν ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν ικανοί προς εργασία. [...]
Το πρόβλημα της φιλοξενίας των Ελλήνων προσφύγων προσέλαβε νέες διαστάσεις τον Αύγουστο του 1949, καθώς μετά τη στρατιωτική ήττα των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ) έγινε αντιληπτό ότι η Τσεχοσλοβακία θα έπρεπε να φιλοξενήσει αρκετά περισσότερους ενήλικες πρόσφυγες που στο μεταξύ είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο στην Αλβανία. [...]
Η πρώτη ομάδα Ελλήνων προσφύγων, αποτελούμενη από 1.221 άτομα, έφτασε στην Τσεχοσλοβακία στις 30 Αυγούστου 1949, δηλαδή τη μέρα που έληξαν οι μάχες στη Γράμμο με την οριστική ήττα του ΔΣΕ. Το τρένο που μετέφερε Μπουλκιώτες πρόσφυγες έφτασε στο στρατόπεδο Λεσάνι της Κεντρικής Τσεχίας, όπου οι πρόσφυγες πέρασαν κάποιες εβδομάδες σε καραντίνα. Στο σταθμό υποδοχής Λεσάνι, που νωρίτερα είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης ναζί κρατουμένων, έγιναν κάποια βελτιωτικά έργα προκειμένου να στεγαστούν και οι υπόλοιπες αποστολές των προσφύγων (συνολικά τέσσερις) που προέρχονταν επίσης από το Μπούλκες. Καθώς οι πρώτοι πρόσφυγες εγκατέλειπαν την καραντίνα του στρατοπέδου Λεσάνι προς τα κέντρα της οριστικής τους εγκατάστασης, στις αρχές Νοεμβρίου 1949 άρχισαν να φτάνουν οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Αλβανία.
Το ταξίδι τους θυμίζει Οδύσσεια. Πολωνικά καράβια παρέλαβαν τους πρόσφυγες από το αλβανικό λιμάνι του Δυρραχίου και στη συνέχεια, μετά από ένα ταξίδι έξι εβδομάδων μέσω Γιβλαρτάρ, έφτασαν εξαντλημένοι στις 3 Νοεμβρίου 1949 στο λιμάνι Γδύνια της Πολωνίας. Πάνω στο καράβι οι Έλληνες πρόσφυγες κατέγραψαν τους πρώτους νεκρούς αλλά και τις πρώτες γέννες της προσφυγικής περιόδου. Από τη Γδύνια οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν με δύο σιδηροδρομικούς συρμούς στο στρατόπεδο Λεσάνι. Ακολούθησαν οι συνήθεις διαδικασίες απολύμανσης, καταγραφής και ιατρικών εξετάσεων. Το αρχειακό υλικό της εποχής δεν αναφέρεται φυσικά στο άγχος που δοκίμαζαν οι πρόσφυγες. Άγχος για την εγκατάλειψη της πατρίδας και την άφιξη σε μια περιοχή της Ευρώπης, που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Άγχος κυρίως από το γεγονός ότι λίγες ήταν οι οικογένειες που έφτασαν στους σταθμούς περίθαλψης έχοντας παρόντα όλα τα μέλη τους. Οι περισσότερες οικογένειες παρέμειναν διάσπαρτες σε διάφορες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ή στην Ελλάδα, ενώ πολλοί δεν γνώριζαν καν εάν τα μέλη των οικογενειών τους είναι εν ζωή.[...]
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης συνοδεύονταν από σοβαρά προβλήματα εγκλιματισμού. Παράδειγμα, οι περισσότεροι Έλληνες δεν είχαν επαρκή ρουχισμό και υπόδηση προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο βαρύ κλίμα της Βόρειας Μοραβίας. Προβλήματα εμφανίζονταν και στη διατροφή καθώς οι Έλληνες πρόσφυγες αγνοούσαν τον τρόπο παρασκευής φαγητών αλά τσεχικά, όπου κύριο ρόλο έπαιζε το αλεύρι και οι πατάτες με διάφορα παράγωγά τους συνοδευμένα από παχιές σάλτσες. Οι Έλληνες επέμειναν στον εφοδιασμό τους με όσπρια, τα οποία όμως οι Τσέχοι διέθεταν σε μικρές ποσότητες που δεν επαρκούσαν για την καθημερινή τους διατροφή. Οι δυσκολίες προσαρμογής σε μεγάλο βαθμό σχετίζονταν με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των ενηλίκων προσφύγων, αρκετοί από τους οποίους ήταν εντελώς αγράμματοι, καθώς και από την άγνοια της τσεχικής γλώσσας.
Οι ευκαιρίες συναναστροφής με Τσέχους ήταν περιορισμένες και συνυπολογιζομένων των αδυναμιών επικοινωνίας, Τσέχοι και Έλληνες, όταν έρχονταν σε επαφή, αντιμετωπίζονταν αρχικά με αμοιβαία καχυποψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τόμας Κόστα, υπεύθυνος του Κοινωνικού Τομέα του Τσεχοσλοβάκικου Ερυθρού Σταυρού, στις εκθέσεις του έκανε λόγο για εμφάνιση φαινομένων ξενοφοβίας, σημειώνοντας ότι πολλά στελέχη τσεχικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζαν τους Έλληνες με τον ίδιο τρόπο όπως και τους Τσιγγάνους.[...]
Αυτό που διέκρινε τη ζωή των προσφυγικών οικογενειών στα 30 ή 40 χρόνια της υπερορίας τους ήταν ο διακαής πόθος της επιστροφής στην πατρίδα. Η ευχή που ακουγόταν πιο τακτικά στις οικογενειακές ή άλλες εκδηλώσεις τους ήταν «...και του χρόνου στην πατρίδα».[...]
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στην Τσεχία, το ένα από τα δύο κράτη που προέκυψαν από τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας (1992), ζούσαν περίπου 4.000 Έλληνες. Ο αριθμός αυτός παραμένει μέχρι σήμερα σταθερός. Πρόκειται κυρίως για τους εκπροσώπους της γενιάς των παιδικών σταθμών και τους απογόνους τους, οι οποίοι ζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε μικτές οικογένειες. Οι Έλληνες της Τσεχίας είναι οργανωμένοι σε 10 κοινότητες, οι οποίες λειτουργούν στις περιοχές αρχικής εγκατάστασης των πρώην προσφύγων και προσπαθούν μέχρι σήμερα να διατηρήσουν τη γλώσσα και την εθνική τους ταυτότητα. Αποτελούν, μαζί με τον τουρισμό, τη σταθερότερη γέφυρα επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας μεταξύ Ελλάδας και Τσεχίας.
-- Κώστας Τσίβος --
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)